Η Συνθήκη των Βερσαλλιών η οποία υπογράφηκε στις 28 Ιουνίου 1919, σφραγίζοντας το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, υποτίθεται ότι θα εξασφάλιζε μια διαρκή ειρήνη τιμωρώντας την Γερμανία και δημιουργώντας την Κοινωνία των Εθνών για την επίλυση των διπλωματικών διαφορών. Αντιθέτως, δημιούργησε μια σειρά πολιτικών και γεωγραφικών προβλημάτων, που συνέβαλλαν στην έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι συνυπογράφοντες της Συνθήκης Ανακωχής της Κομπιέν το 1918, έξω από το βαγόνι-στρατηγείο του Στρατάρχη Φος.
Ιστορικό
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν επί τέσσερα χρόνια, όταν στις 11 Νοεμβρίου 1918, η Γερμανία και οι Σύμμαχοι υπέγραψαν την Συνθήκη ανακωχής της Κομπιέν σε σιδηροδρομικό βαγόνι, στο οποίο είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του ο Στρατάρχης Φερντινάν Φος, σε δάσος κοντά στην Κομπιέν, που αποτέλεσε τον προάγγελο της Συνδιάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμμάχων διήρκεσαν έξι μήνες και άρχισαν στις 18 Ιανουαρίου 1919 στην Αίθουσα Κατόπτρων του Ανακτόρου των Βερσαλλιών όπου 70 αντιπρόσωποι από 26 έθνη διαπραγματεύθηκαν τους όρους της συνθήκης.
Οι βασικότερες συνθήκες που συνομολογήθηκαν με βάση τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης ειρήνης των Παρισίων, εκτός της συνθήκης των Βερσαλλιών, είναι: η Συνθήκη του Σαιν Ζερμαίν (10 Σεπτεμβρίου 1919) με την Αυστρία – η Συνθήκη του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919) με τη Βουλγαρία – η Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου/ 10 Αυγούστου 1920) με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Συνθήκη του Τριανόν (4 Ιουνίου 1920) με την Ουγγαρία.
Τον σημαντικότερο ρόλο για τη συγγραφή των όρων της συνθήκης διαδραμάτισαν οι τακτικές διαβουλεύσεις των «Δέκα Μεγάλων», που περιλάμβαναν ανά δύο εκπροσώπους από Η.Π.Α, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ιταλία και Ιαπωνία. Το εν λόγω συμβούλιο αντικαταστάθηκε από το «Συμβούλιο των Τεσσάρων» που αποτελείτο από τους υπουργούς εξωτερικών Η.Π.Α, Γαλλίας, Μεγ. Βρετανίας και Ιταλίας. Οι τελικοί όροι καθορίστηκαν από τους «Τρεις Μεγάλους» ΗΠΑ, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία οι οποίοι εκπροσωπούντο από τον Βρετανό Πρωθυπουργό Λόϋντ Τζόρτζ, τον Γάλλο Πρωθυπουργό Ζόρζ Κλεμανσώ και τον Πρόεδρο των Η.Π.Α Γούντροου Ουίλσον, ενώ ο Ιταλός Πρωθυπουργός Βιτόριο Ορλάντο διαδραμάτισε δευτερεύοντα ρόλο.
Το «Συμβούλιο των Τεσσάρων» από αριστερά προς τα δεξιά: Πρωθυπουργός Βρετανίας Ντέιβιντ Λόυντ Τζόρτζ – Πρωθυπουργός Ιταλίας Βιτόριο Ορλάντο – Πρωθυπουργός Γαλλίας Ζόρζ Κλεμανσώ – Πρόεδρος ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον.
Οι Τρείς Μεγάλοι
Κάθε κυβέρνηση είχε διαφορετικές επιδιώξεις:
Ο Γουίλσον επιθυμούσε μια «δίκαιη και μόνιμη ειρήνη» και προς τούτο είχε εκπονήσει ένα σχέδιο 14 σημείων. Ήθελε να μειωθούν οι ένοπλες δυνάμεις όλων των εθνών, όχι μόνο των ηττημένων και να συσταθεί μια Ένωση Εθνών για να εξασφαλίζει την ειρήνη.
Ο Κλεμανσώ επιθυμούσε να πληρώσει η Γερμανία ακριβό τίμημα για τον πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της απομείωσης εδαφών, βιομηχανίας και στρατού και να καταβάλλει μεγάλες αποζημιώσεις.
Ο Τζόρτζ επηρεάστηκε από την κοινή γνώμη στην Βρετανία, η οποία συμφωνούσε με τον Κλεμανσώ, παρόλο που ο ίδιος συμφωνούσε με τον Γουίλσον.
Το αποτέλεσμα ήταν μια συνθήκη που προσπαθούσε να συμβιβάσει τις επιθυμίες και πολλές από τις λεπτομέρειες διαβιβάστηκαν σε ασυντόνιστες υποεπιτροπές, οι οποίες θεωρούσαν ότι συντάσσουν ένα αρχικό σχέδιο διαπραγματεύσεων και όχι τελική διατύπωση. Ήταν ένα σχεδόν αδύνατο έργο, αφού προέβλεπε την δυνατότητα να αποπληρωθούν δάνεια και χρέη με Γερμανικά μετρητά και αγαθά, αλλά ταυτόχρονα φιλοδοξούσε να αποκατασταθεί η Ευρωπαϊκή οικονομία. Η συνθήκη έπρεπε να καθορίζει εδαφικές διεκδικήσεις – πολλές από τις οποίες συμπεριλήφθηκαν σε μυστικές συνθήκες – αλλά ταυτόχρονα να επιτρέπει τον αυτοπροσδιορισμό και να αντιμετωπίζει τον αυξανόμενο εθνικισμό. Έπρεπε επίσης να εξουδετερώσει την Γερμανική απειλή, χωρίς να ταπεινώσει το έθνος και να αποτρέψει μια διαχρονική τάση εκδίκησης – όταν ταυτόχρονα έπρεπε να κατευνάσει τους ψηφοφόρους.
Ανάκτορα των Βερσαλλιών
Ακολουθούν βασικοί όροι της συνθήκης ανά κατηγορία.
Εδαφικά
Η Αλσατία – Λορένη, που καταλήφθηκε από τη Γερμανία το 1870 επιστρέφεται στη Γαλλία.
Το Βόρειο Σλέσβιγκ και οι πόλεις Τόντερν, Απενράντε, Ζόντερμπουργκ, Χάντερσλέμπεν και Λύγκουμ ενσωματώνονται στην Δανία κατόπιν δημοψηφίσματος.
Οι Πρωσικές επαρχίες του Πόζεν και της Δυτικής Πρωσίας αποδίδονται στην νέο συσταθείσα Πολωνία.
Το Σάαρ, σημαντικό Γερμανικό ανθρακοφόρο λιμάνι, παραδίδεται στη Γαλλία για 15 χρόνια, μετά την πάροδο των οποίων η κυριότητα θα καθορισθεί κατόπιν δημοψηφίσματος.
Η Πολωνία καθίσταται ανεξάρτητη χώρα με «πρόσβαση στη θάλασσα», μέσω διαδρόμου (Πολωνικός διάδρομος=Δυτική Πρωσία) ο οποίος χώριζε την Γερμανία σε δύο τμήματα.
Το Ντάντσιχ, σημαντικό λιμάνι στην Ανατολική Πρωσία (Γερμανία) υπάγεται σε διεθνή δικαιοδοσία.
Η περιοχή Χλούτσινσκο Χουλκσίν (Hlučínsko Hulczyn) της Άνω Σιλεσίας παραχωρήθηκε στην Τσεχοσλοβακία.
Το ανατολικό τμήμα της Άνω Σιλεσίας δόθηκε στην Πολωνία, παρότι το 60% ψήφισε υπέρ της Γερμανίας στο δημοψήφισμα.
Οι Γερμανικές πόλεις Όϊπεν και Μαλμεντύ με τις γύρω περιοχές παραχωρήθηκαν στο Βέλγιο.
Η περιοχή του Ζόλνταου στην Ανατολική Πρωσία δόθηκε στην Πολωνία.
Το βόρειο τμήμα της Ανατολικής Πρωσίας με την πόλη Μέμελ τίθεται υπό Γαλλικό έλεγχο, ενώ αργότερα αποτελεί τμήμα της Λιθουανίας χωρίς δημοψήφισμα.
Η Βάρμια και η Μαζουρία δόθηκαν στην Πολωνία.
Όλες οι Γερμανικές και Τουρκικές αποικίες αφαιρέθηκαν και τέθηκαν υπό τον έλεγχο των Συμμάχων.
Η Φινλανδία, η Λιθουανία, η Λετονία και η Τσεχοσλοβακία έγιναν ανεξάρτητες.
Η Αυστρο-Ουγγαρία χωρίζεται και δημιουργείται η Γιουγκοσλαβία.
Εδαφικές απώλειες της Γερμανίας μετά την Συνθήκη των Βερσαλλιών
Στρατιωτικά
Η αριστερή όχθη του Ρήνου καταλαμβάνεται από τις Συμμαχικές δυνάμεις και η δεξιά αποστρατικοποιείται.
Ο Γερμανικός στρατός περιορίζεται σε 100.000 άνδρες χωρίς βαρύ πυροβολικό και χημικά όπλα.
Το Γερμανικό ναυτικό περιορίζεται σε 36 πλοία χωρίς υποβρύχια.
Η Γερμανία απαγορεύεται να διαθέτει Πολεμική Αεροπορία.
Απαγορεύεται η ένωση Γερμανίας και Αυστρίας.
Οι Γερμανοί χάνουν προνόμια και εμπορικά δικαιώματα στην Κίνα, την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή.
Κατάσχονται τα Γερμανικά εμπορικά πλοία εκτοπίσματος άνω των 1.600 τόνων, το 1/4 του αλιευτικού στόλου και το 1/5 των ποταμόπλοιων.
Η Γερμανία υποχρεούται να εφοδιάζει ετησίως την Γαλλία με 140 εκ. τόνους άνθρακα, το Βέλγιο με 80 εκ. τόνους και την Ιταλία με 77 εκ. τόνους.
Η Γερμανία υποχρεούται να ναυπηγήσει τα επόμενα 5 χρόνια, για λογαριασμό των Συμμάχων της Αντάντ, εμπορικά πλοία συνολικού εκτοπίσματος 200.000 τόνων ετησίως.
Στρατιωτική κατοχή από τους Συμμάχους της δυτικής όχθης του Ρήνου, της Κολωνίας, του Κόμπλεντς και του Μάιντς από τον Ιανουάριο του 1920.
Ακυρώνεται η Συνθήκη του Μπρέστ – Λιτόφσκ. Η Γερμανία πρέπει να εκκενώσει τα εδάφη που ανήκαν στις Βαλτικές χώρες καθώς και όλα τα κατεχόμενα εδάφη.
Τελετή υπογραφής στην Αίθουσα Κατόπτρων, στις Βερσαλίες
Επανορθώσεις & ευθύνες
Η Γερμανία αποδέχεται το άρθρο της «πολεμικής ενοχής» συμφωνώντας ότι ήταν υπεύθυνη για την έκρηξη του πολέμου.
Η Γερμανία αποδέχεται να καταβάλει αποζημίωση ύψους £ 6,6 δισεκατομμυρίων.
Κοινωνία των Εθνών
Η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ, Κ.τ.Ε.) ήταν Διεθνής Οργανισμός – Σύνδεσμος που ιδρύθηκε ως αποτέλεσμα της Συνθήκης των Βερσαλλιών κατόπιν Αμερικανικής πρωτοβουλίας και αποτέλεσε σταθμό στην εξέλιξη των διεθνών σχέσεων, καθώς υπήρξε η πρώτη προσπάθεια για συνεννόηση όλων των κρατών όσον αφορά στα προβλήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα. Στο απόγειό της, μεταξύ 28 Σεπτεμβρίου 1934 και 23 Φεβρουαρίου 1935, είχε 58 χώρες-μέλη.
Έμβλημα χάρτης της Κοινωνίας των Εθνών
Η Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, η οποία επεδίωκε μια μόνιμη ειρήνη μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενέκρινε την πρόταση δημιουργίας της Κοινωνίας των Εθνών (Γαλλικά: Société des Nations, Γερμανικά: Völkerbund) στις 25 Ιανουαρίου 1919. Το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών συντάχθηκε από ειδική επιτροπή και ο Σύνδεσμος συστήθηκε από το Μέρος Ι της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Στις 28 Ιουνίου 1919, το Σύμφωνο υπεγράφη από 44 χώρες, συμπεριλαμβανομένων και των 31 κρατών τα οποία είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ ή εντάχθηκαν σε αυτή κατά την διάρκεια των συγκρούσεων. Παρά τις προσπάθειες του προέδρου των Η.Π.Α Γούντροου Ουίλσον να καθορίσει και να προωθήσει τον θεσμό της Κοινωνίας των Εθνών, για τον οποίο του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1919, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εντάχθηκαν στον Σύνδεσμο. Η αντιπολίτευση στην Αμερικανική Γερουσία, κυρίως οι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί Χένρι Κάμποτ Λοτζ (Henry Cabot Lodge) και Ουίλιαμ Μπόρα (William E. Borah), μαζί με την άρνηση του Ουίλσον για συμβιβασμό, είχε ως αποτέλεσμα οι Ηνωμένες Πολιτείες να μην επικυρώσουν τη Σύμβαση.
Ο Σύνδεσμος διεξήγαγε το πρώτο συμβούλιο στο Παρίσι στις 16 Ιανουαρίου 1920, έξι ημέρες μετά την ημερομηνία ισχύος της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, η έδρα του Συνδέσμου μεταφέρθηκε στη Γενεύη, όπου την πρώτη Γενική Συνέλευση στις 15 Νοεμβρίου 1920, παρακολούθησαν εκπρόσωποι 41 εθνών.
Αποτελέσματα
Η Γερμανία έχασε το 13% των εδαφών, το 12% του πληθυσμού, το 48% των πόρων σιδήρου, το 15% της γεωργικής παραγωγής και το 10% του άνθρακα. Δικαιολογημένα, η Γερμανική κοινή γνώμη σύντομα στράφηκε εναντίον αυτής της υπαγορευμένης ειρήνης ενώ οι Γερμανοί που την υπέγραψαν ονομάσθηκαν «εγκληματίες του Νοεμβρίου». Η Βρετανία και η Γαλλία θεώρησαν ότι η συνθήκη ήταν δίκαιη – στην πραγματικότητα ήθελαν σκληρότερους όρους – αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν να την επικυρώσουν επειδή δεν ήθελαν να συμμετάσχουν στην Κοινωνία των Εθνών.
Ο χάρτης της Ευρώπης ανασυγκροτήθηκε με σοβαρές συνέπειες, οι οποίες ειδικά στα Βαλκάνια, παραμένουν μέχρι σήμερα.
Πολλές χώρες έμειναν με μεγάλες μειονοτικές ομάδες αφού μόνο στην Τσεχοσλοβακία υπήρχαν 3.000.000 Γερμανοί.
Η Κοινωνία των Εθνών χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες και το στρατό της αποδυναμώθηκε θανάσιμα, αφού αδυνατούσε να επιβάλλει αποφάσεις.
Πολλοί Γερμανοί αισθάνθηκαν αδικημένοι αφού είχαν υπογράψει συνθήκη ανακωχής και όχι μονομερή παράδοση και οι Σύμμαχοι δεν είχαν εισβάλλει σε βάθος στη Γερμανία.
Αθέτηση
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών παρά την σπουδαιότητα, υπέστη τόσες αναθεωρήσεις – μεταβολές όσο κανένα άλλο ειρηνευτικό ή διπλωματικό έγγραφο παγκοσμίως σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Συγκεκριμένα το Ι τμήμα αναθεωρήθηκε λίγο αργότερα από τους Συμμάχους (Αντάντ) προκειμένου να ενταχθεί η Γερμανία στην Κοινωνία των Εθνών. Ακολούθως το V τμήμα καταργήθηκε μονομερώς από την Γερμανία όταν ως κράτος – μέλος της ΚτΕ άρχισε τον επανεξοπλισμό της. Το VΙΙ τμήμα άρθρο 239 ουδέποτε εφαρμόσθηκε σε όλη του την έκταση, όπως συνέβη και στη περίπτωση του Κάιζερ Γουλιέμου Β’ ο οποίος δεν δικάστηκε ως υπαίτιος εγκληματικών πράξεων. Το VIII τμήμα περί επανορθώσεων εγκαταλείφθηκε από τους ίδιους τους συμμάχους. Τα Χ και ΧΙ τμήματα της συνθήκης που αφορούσαν σε οικονομικούς όρους και αεροπλοΐα μετά από αρκετές αναθεωρήσεις – μεταβολές τελικά καταργήθηκαν στη μεγαλύτερη έκτασή τους, από κοινού με τους συμμάχους. Το ΧΙΙ τμήμα καταγγέλθηκε από την Γερμανία (μέλος της Κ.τ.Ε) χωρίς αντίδραση. Το XIV τμήμα περί εγγυήσεων εγκαταλείφθηκε εξ αρχής από τους Συμμάχους προς όφελος του εμπορίου.
Διαδήλωση κατά της συνθήκης των Βερσαλλιών μπροστά από το Γερμανικό Κοινοβούλιο.
Διευκρινίζεται ότι απ’ όλες τις παραπάνω καταστρατηγήσεις μόνο όσα αφορούσαν τα V και ΧΙΙ τμήματα καταγγέλθηκαν από την Γερμανία, όλες οι υπόλοιπες μεταβολές έγιναν με σιωπηρή συναίνεση των Συμμάχων πριν την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού στην εξουσία. Έτσι μετά την ανάληψη της εξουσίας το 1933 από τον Αδόλφο Χίτλερ και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, στις 16 Μαρτίου 1935 εκδόθηκε Διάταγμα με το οποίο η στρατιωτική δύναμη της Γερμανίας αυξανόταν στις 36 μεραρχίες. Ήταν η πρώτη σαφέστατη καταστρατήγηση της Συνθήκης, χωρίς να υπάρξει κάποια διαμαρτυρία από την άλλη πλευρά (στα πλαίσια της «Πολιτικής του Κατευνασμού»). Χαρακτηριστικά, το Αμερικανικό περιοδικό The Nation στο τεύχος της 16 Μαρτίου 1935 είχε άρθρο με τίτλο «Η διάλυση της Συνθήκης των Βερσαλλιών» (The Liquidation of Versailles). Η Ναζιστική προπαγάνδα εξέδωσε το φυλλάδιο Versailles in Liquidation, με το οποίο προσπαθούσε να αιτιολογήσει την καταστρατήγηση της Συνθήκης από την Γερμανία στα τμήματα V και ΧΙΙ.
Συνέπεια όλων αυτών ήταν το 1938 να ισχύουν μόνο τα ΙΙ, ΙΙΙ και IV τμήματα της συνθήκης, που αφορούσαν σε εδαφικές διευθετήσεις του 1919. Ακολούθησε η ενσωμάτωση της Αυστρίας, η λεγόμενη Anschluss τον Μάρτιο του 1938, κατά παράβαση του άρθρου 80 χωρίς ουδεμία αντίδραση. Ομοίως και όταν διανεμήθηκε η Τσεχοσλοβακία τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους δεν υπήρξε ουσιώδης αντίδραση. Η Γερμανία τον Μάρτιο του 1939 όταν κατέλαβε την Μοραβία και την Βοημία, κατά παράβαση του άρθρου 81 και με την κατάληψη του Μέμελ τον ίδιο μήνα, κατά παράβαση του άρθρου 99, κατάφερε να ανατρέψει όλη την πολιτική κατάσταση και σύνθεση της κεντρικής ανατολικής Ευρώπης που είχε διαμορφωθεί από την συνθήκη των Βερσαλλιών. Το τελευταίο βήμα ήταν η πλήρης ανατροπή της συνθήκης την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 με την κήρυξη πολέμου κατά της Πολωνίας, οπότε και σημειώνεται η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αξιολόγηση
Οι περισσότεροι ιστορικοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η συνθήκη ήταν δίκαιη και επιεικέστερη του αναμενόμενου και το γεγονός ότι δεν απέτρεψε τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, οφειλόταν περισσότερο σε λανθασμένες πολιτικές, τις οποίες ο Α’ Παγκόσμιος απέτυχε να λύσει και η συνθήκη θα είχε αποδώσει εάν τα συμμαχικά έθνη την επέβαλαν, αντί να ανταγωνίζονται μεταξύ τους (αμφιλεγόμενη άποψη).
Ο Αδόλφος Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε άριστα την συνθήκη για να συγκεντρώσει υποστήριξη στο πρόσωπό του, προσελκύοντας τους στρατιώτες που αισθάνονταν ταπεινωμένοι και εκμεταλλευόμενος την οργή των Γερμανών έναντι των Εγκληματιών του Νοεμβρίου προκειμένου να καταδικάσει άλλους σοσιαλιστές, υποσχόμενος να αντιπαρέλθει τις Βερσαλίες εφόσον ανερχόταν στην εξουσία.
Οι υποστηρικτές των Βερσαλλιών την συγκρίνουν με την αντίστοιχη συνθήκη ειρήνης Μπρέστ – Λιτόφσκ που επέβαλε η Γερμανία στην Σοβιετική Ρωσία, η οποία δέσμευε τεράστιες εκτάσεις γης, πληθυσμού και πλούτου, γεγονός που αποδεικνύει ότι και η Γερμανία δεν υπήρξε λιγότερο άπληστη.
Ταυτότητα Συνθήκης Βερσαλλιών
ΠΗΓΗ appelaios