Η αντιβαλλιστική ικανότητα του ΝΑΤΟ αποτελεί σημαντικό μέρος της στρατηγικής του, αλλά αντιμετωπίζει αυξανόμενες προκλήσεις λόγω της τεχνολογικής προόδου στους υπερηχητικούς πυραύλους (hypersonic missiles), ειδικά σε αυτούς που διαθέτουν πολλαπλές κεφαλές και ελίγμους κατά την πτήση. Τα συστήματα όπως το THAAD και το Aegis Ashore έχουν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσουν παραδοσιακούς βαλιστικούς πυραύλους με προβλέψιμες τροχιές. Ωστόσο, η εμφάνιση υπερηχητικών όπλων, τα οποία πετούν με ταχύτητες άνω των 10 Μαχ και μπορούν να αλλάξουν κατεύθυνση, καθιστά τη στόχευση και την αναχαίτιση τους εξαιρετικά δύσκολη.
Η επιτυχία των αντιβαλλιστικών συστημάτων εξαρτάται από την έγκαιρη ανίχνευση και την πρόβλεψη ικανότητας της τροχιάς του πυραύλου. Επειδή τα υπερηχητικά όπλα έχουν τη δυνατότητα ελιγμών σε μεγάλο υψόμετρο και εξαιρετική ταχύτητα, το υπάρχον δίκτυο αισθητήρων και πυραύλων αναχαίτισης πρέπει να αναβαθμιστεί ώστε να ανταποκριθεί σε τέτοιες απειλές. Επιπλέον, απαιτείται στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πλέγματος άμυνας, που θα περιλαμβάνει νέες τεχνολογίες όπως αισθητήρες στο διάστημα και υπερσύγχρονους πυραύλους αναχαίτισης.
Η ανάπτυξη συστημάτων όπως οι νέες εκδόσεις του PAC-3 MSE και το πρόγραμμα της πρωτοβουλίας European Sky Shield, που ενισχύει τις αντιβαλλιστικές ικανότητες στην Ευρώπη, αποτελεί βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Παρόλα αυτά, οι στρατιωτικοί αναλυτές τονίζουν ότι η πλήρης προστασία από υπερηχητικά όπλα παραμένει τεχνολογική πρόκληση, καθώς απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις και στρατηγικός ανασχεδιασμός για να μειωθεί η πιθανότητα αποσταθεροποίησης λόγω των νέων απειλών.