Στις 3 Δεκεμβρίου 2024, η Νότια Κορέα βρέθηκε στο επίκεντρο διεθνούς ανησυχίας όταν ο πρόεδρος Γιουν Σουκ Γέολ ανακοίνωσε την επιβολή στρατιωτικού νόμου, με στόχο την καταστολή των διαφωνιών για τον κρατικό προϋπολογισμό. Η κίνησή του προκάλεσε άμεση αντίδραση από την αντιπολίτευση, αλλά και από μέλη του κυβερνώντος κόμματος του, οι οποίοι απαίτησαν την άμεση παραίτησή του. Η απόφαση αυτή, η οποία θύμιζε την πολιτική κατάσταση της Νότιας Κορέας κατά την περίοδο της δικτατορίας του 1980, προκάλεσε μια σειρά από βίαιες διαδηλώσεις μπροστά στο κοινοβούλιο, ενώ στρατιωτικοί και ελικόπτερα αναπτύχθηκαν γύρω από την περιοχή.
Ο πρόεδρος Γιουν κατηγόρησε την αντιπολίτευση για «δυνάμεις εχθρικές προς το κράτος» και τόνισε πως ο στρατιωτικός νόμος επιβλήθηκε για να προστατευθεί η χώρα από τις «απειλές» της Βόρειας Κορέας. Ωστόσο, λίγες ώρες αργότερα αναγκάστηκε να ανακαλέσει το μέτρο, αφού οι αντιδράσεις ήταν έντονες τόσο από την εσωτερική πολιτική σκηνή όσο και από τη διεθνή κοινότητα. Η είδηση ότι το κράτος επιδίωξε την αναστολή της πολιτικής ζωής και την υποχρεωτική κατάπνιξη των διαφωνιών προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, και τα Ηνωμένα Έθνη, οι οποίες εξέφρασαν τη βαθιά τους ανησυχία.
Το Δημοκρατικό Κόμμα της Νότιας Κορέας κάλεσε τον πρόεδρο να παραιτηθεί, ενώ σημείωσε πως εάν δεν το πράξει, θα κινήσει διαδικασία αποπομπής του. Η Συνομοσπονδία Κορεατικών Συνδικάτων προχώρησε σε γενική απεργία απαιτώντας την παραίτηση του προέδρου, θεωρώντας την απόφαση του ως «παράλογη και αντιδημοκρατική». Στη συνέχεια, ο πρόεδρος Γιουν υπαναχώρησε, δηλώνοντας ότι οι στρατιωτικοί αποσύρονται από την πρωτεύουσα και ότι η επιβολή του στρατιωτικού νόμου ακυρώνεται.
Η απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Νότια Κορέα υπογραμμίζει τις συνεχείς πολιτικές εντάσεις στην περιοχή και φέρνει στο προσκήνιο τις ευρύτερες ανησυχίες γύρω από τη διακυβέρνηση και τη σταθερότητα της χώρας. Η απόφαση του Γιουν να επιβάλει στρατιωτικό νόμο και οι αντιδράσεις που ακολούθησαν, όπως η διαμάχη για την πολιτική διακυβέρνηση, ενίσχυσαν τη διεθνή ανησυχία για την πορεία της Νότιας Κορέας και τις σχέσεις της με τους παγκόσμιους συμμάχους της.