Η Τουρκία αποτελεί μία από τις χώρες που τα τελευταία χρόνια έχουν επιδείξει έντονο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη πυρηνικής ενέργειας. Παρότι η πρωταρχική στόχευση του προγράμματος εστιάζει στην παραγωγή ενέργειας, οι στρατηγικές βλέψεις της Άγκυρας για αυτονομία στον τομέα αυτό έχουν εγείρει ερωτήματα σχετικά με τις δυνητικές στρατιωτικές χρήσεις της τεχνολογίας.
Η ιστορία του πυρηνικού προγράμματος της Τουρκίας ξεκινά από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, αλλά ουσιαστική πρόοδος σημειώθηκε μόνο μετά τη δεκαετία του 2000. Υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η χώρα εστίασε στην πυρηνική ενέργεια ως κρίσιμο στοιχείο της στρατηγικής της στον τομέα της ενέργειας. Η αυξανόμενη ζήτηση για ενέργεια και η επιθυμία μείωσης της εξάρτησης από τις εισαγωγές φυσικού αερίου κατέστησαν το πυρηνικό πρόγραμμα στρατηγική προτεραιότητα για την κυβέρνηση.
Ο πρώτος και πιο προχωρημένος πυρηνικός σταθμός της Τουρκίας είναι το Akkuyu, που βρίσκεται στην επαρχία Μερσίνη, στη νότια Τουρκία. Ο σταθμός βασίζεται σε τέσσερις αντιδραστήρες τύπου VVER-1200, σχεδιασμένους από τη ρωσική Rosatom, η οποία έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου τη χρηματοδότηση και την κατασκευή του έργου. Με συνολική ισχύ 4.800 MW, ο σταθμός αναμένεται να καλύψει σημαντικό μέρος της ενεργειακής ζήτησης της χώρας.
Ένας δεύτερος σταθμός, στη Σινώπη, έχει προγραμματιστεί για την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Ο σχεδιασμός του βασίζεται σε αντιδραστήρες τύπου PWR (Pressurized Water Reactor) και είχε αρχικά υποστηριχθεί από τη γαλλο-ιαπωνική κοινοπραξία Atmea (Mitsubishi και Areva). Παρά τις φιλοδοξίες για την υλοποίηση του έργου, οικονομικές διαφωνίες και ζητήματα χρηματοδότησης έχουν καθυστερήσει την πρόοδό του.
Επιπλέον, η Τουρκία εξετάζει την κατασκευή ενός τρίτου πυρηνικού σταθμού στην περιοχή İğneada, κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Η Κίνα και η Νότια Κορέα έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για τη συμμετοχή στο έργο, προσφέροντας τεχνολογία και οικονομικά ελκυστικές λύσεις.
Η επιτυχία του πυρηνικού προγράμματος της Τουρκίας εξαρτάται από τις διεθνείς συνεργασίες. Η Ρωσία είναι ο κύριος εταίρος, παρέχοντας όχι μόνο τεχνολογία, αλλά και εκπαίδευση προσωπικού μέσω της Rosatom. Η Ιαπωνία και η Γαλλία υπήρξαν σημαντικοί συνεργάτες στο πρότζεκτ της Σινώπης, ενώ η Κίνα και η Νότια Κορέα έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για τα μελλοντικά σχέδια.
Παρά τη δέσμευση της Τουρκίας για την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας, εγείρονται ανησυχίες για τη δυνατότητα διττής χρήσης της τεχνολογίας. Ο εμπλουτισμός ουρανίου και η παραγωγή πλουτωνίου για ενεργειακούς σκοπούς θα μπορούσαν να προσαρμοστούν για στρατιωτική χρήση, προκαλώντας ανησυχία σε διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, η γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή αυξάνει τους κινδύνους ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων.
Το πυρηνικό πρόγραμμα της Τουρκίας είναι αναμφίβολα ένα κρίσιμο βήμα προς την ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας, αλλά και ένας σημαντικός παράγοντας στις γεωπολιτικές εξελίξεις της περιοχής. Παρά τις τεχνολογικές προκλήσεις και τις οικονομικές δυσκολίες, η Τουρκία φαίνεται αποφασισμένη να εδραιώσει τη θέση της ως πυρηνική δύναμη, τουλάχιστον στον τομέα της ενέργειας.
Η ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος της Τουρκίας, παρά τις διακηρύξεις για ειρηνική χρήση, δημιουργεί έντονες ανησυχίες για την Ελλάδα, τόσο σε γεωπολιτικό όσο και σε περιβαλλοντικό επίπεδο. Η εγγύτητα των πυρηνικών εγκαταστάσεων της Τουρκίας στα ελληνικά σύνορα και η γεωπολιτική δυναμική της περιοχής εγείρουν ερωτήματα σχετικά με τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους αφορά τη διττή χρήση της πυρηνικής τεχνολογίας. Παρότι η Τουρκία δεσμεύεται για την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας μέσω των διεθνών συνθηκών, οι αυξανόμενες γεωπολιτικές φιλοδοξίες της και η ενίσχυση της στρατιωτικής της ισχύος δεν μπορούν να αγνοηθούν. Η πιθανότητα μετατροπής του πυρηνικού προγράμματος για στρατιωτικούς σκοπούς, όπως η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, θα έθετε την Ελλάδα σε σοβαρό στρατηγικό μειονέκτημα, προκαλώντας μια νέα κούρσα εξοπλισμών στην περιοχή.
Επιπλέον, η τοποθεσία των πυρηνικών εγκαταστάσεων, όπως ο σταθμός του Akkuyu, κοντά σε σεισμογενείς περιοχές, εντείνει τους περιβαλλοντικούς κινδύνους. Ένα ατύχημα παρόμοιο με αυτό της Φουκουσίμα ή του Τσερνόμπιλ θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την Ανατολική Μεσόγειο, επηρεάζοντας άμεσα και την Ελλάδα. Η μόλυνση των υδάτων, η καταστροφή της θαλάσσιας ζωής και η διατάραξη του τουρισμού θα αποτελούσαν μόνο μερικές από τις μακροπρόθεσμες συνέπειες.
Η επιμονή της Τουρκίας στην ανάπτυξη πυρηνικής τεχνολογίας έχει επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για το αν η Ελλάδα θα πρέπει να εξετάσει την απόκτηση πυρηνικής τεχνολογίας, όχι μόνο για ενεργειακούς, αλλά και για στρατηγικούς σκοπούς. Η ένταξη μικρών και πολλαπλών πυρηνικών αντιδραστήρων (Small Modular Reactors – SMRs) ως μέσο αποτροπής μπορεί να αποτελεί μια σοβαρή στρατηγική επιλογή που συνδυάζει ενεργειακή επάρκεια και εθνική ασφάλεια.
Οι μικροί πυρηνικοί αντιδραστήρες (SMRs) διαφέρουν από τους μεγάλους σταθμούς παραγωγής πυρηνικής ενέργειας καθώς είναι πιο ευέλικτοι, οικονομικά προσιτοί και ασφαλείς. Λόγω του μικρού τους μεγέθους και της αρθρωτής σχεδίασης, μπορούν να εγκατασταθούν γρήγορα και να καλύψουν ενεργειακές ανάγκες με μεγαλύτερη ασφάλεια, ενώ μειώνουν τους κινδύνους ατυχημάτων. Πέραν των ενεργειακών τους δυνατοτήτων, οι SMRs έχουν επίσης τη δυνατότητα να παρέχουν στρατηγική αποτροπή, αφού η παρουσία πυρηνικής τεχνολογίας στη χώρα μπορεί να λειτουργήσει ως σημαντικός παράγοντας ισορροπίας δυνάμεων.
Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να επανεξετάσει τη στάση της απέναντι στην πυρηνική ενέργεια, ειδικά με τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις και τις γεωπολιτικές προκλήσεις που δημιουργεί η Τουρκία. Πρώτα από όλα, η πυρηνική τεχνολογία θα μπορούσε να ενισχύσει την ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας, μειώνοντας την εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα και ενισχύοντας τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Οι SMRs, ειδικά, προσφέρουν τη δυνατότητα ανάπτυξης σε απομακρυσμένες περιοχές και την ενίσχυση κρίσιμων υποδομών, όπως τα νησιά του Αιγαίου.
Σε στρατηγικό επίπεδο, η ανάπτυξη πυρηνικής τεχνολογίας από την Ελλάδα θα είχε αποτρεπτικό χαρακτήρα, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα στην Τουρκία ότι η Ελλάδα δεν θα παραμείνει παθητικός θεατής στην πυρηνική κούρσα που ξεκινάει στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι απαραίτητο η Ελλάδα να επιδιώξει την απόκτηση πυρηνικών όπλων, αλλά η παρουσία πυρηνικής τεχνολογίας, έστω και για ειρηνικούς σκοπούς, θα ενίσχυε τη θέση της χώρας στις γεωπολιτικές ισορροπίες.
Η ανάπτυξη ενός πυρηνικού προγράμματος στην Ελλάδα δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση. Θα απαιτούσε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, σημαντικές επενδύσεις και ισχυρή πολιτική βούληση. Εξίσου κρίσιμη είναι η δημιουργία του απαραίτητου νομικού και θεσμικού πλαισίου, καθώς και η συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (IAEA), για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις διεθνείς συνθήκες.
Η Ελλάδα έχει ήδη την τεχνογνωσία και την επιστημονική βάση για να κάνει τα πρώτα βήματα προς την κατεύθυνση αυτή. Πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα, όπως το Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος», μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη ενός εθνικού προγράμματος πυρηνικής ενέργειας. Παράλληλα, η συνεργασία με χώρες που διαθέτουν προηγμένη τεχνολογία στον τομέα των SMRs, όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία και ο Καναδάς, θα ήταν κρίσιμη για την επιτυχία του εγχειρήματος.
Η παρουσία της Τουρκίας στον πυρηνικό τομέα δεν αφήνει περιθώρια αδράνειας για την Ελλάδα. Η ανάπτυξη μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων, σε συνδυασμό με τη διατήρηση του ειρηνικού χαρακτήρα του προγράμματος, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο αποτροπής και να ενισχύσει τη θέση της χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο. Πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή που, αν υλοποιηθεί με υπευθυνότητα και μακροπρόθεσμο όραμα, μπορεί να εξασφαλίσει την ενεργειακή, αλλά και εθνική ασφάλεια της Ελλάδας.